21.8.08

Blackbird


Ωραίο τραγουδάκι , δε λέω.

ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ

μαύρος ο κεραυνός λάμπει πάνω από τα κεφάλια.
οι θύελλες εκνευρίζονται άμα τις αφήσει κανείς χωρίς πρωινό απρόθυμος να εμφανιστεί μπροστά στον εαυτό της ευταρίζοντας.Από πάντα.
Και για πάντα ο άνεμος φτύνει και περιφρονεί τους οποιουσδήποτε άλλους. Παραμερίζει,σπρώχνει,διαγκωνίζεται,τρέφεται με τροφές ακατονόμαστες και με παρατάει και με νομίζει για πεθαμένο,μα τόσο του κόβει μοναχά.Γιατί λέω να μην πεθάνω.Όχι εδώ κι οπωσδήποτε όχι τώρα.Δεν είμαι στο μουντ,αν με πιάνεις.Ούτε και πουθενά αλλού,τά'χουμε πει αυτά.
Θυμάσαι; Σε σένα μιλάω. Μην κοιτάς πίσω,δεν υπάρχει άλλος κανείς.Μας πιάσανε.Αυτό ήτανε.Η καμπάνα θα κελαηδήσει καθώς θα τη χτυπάνε οι σταγόνες της μπόρας.

Δεν είμαι εγώ Εκείνος Που Πάει στην Κατερίνη.

18.8.08

Αφελή Μεφιστοφελή δώσε μου ένα φιλί.


Γυρνάω πίσω και κοιτάω και είναι όλα εκεί.Τα καθημερινά, τα απλά ,τα κάποτε δεδομένα και τώρα δυσπρόσιτα.Που ήτανε πραγματικά.'Η τέλος πάντων έτσι νόμιζα εγώ.Και τώρα δεν είναι.Κι εγώ δεν είμαι.Εκεί.Και όπου και νά'μαι,ξέρω,σε λίγο θα'χω φύγει.Και θα κοιτάω προς τα πίσω εδώ.Κι οι γέφυρες που έχουν πέσει δεν φαίνονται πρόθυμες να ξαναστηθούν.Κανένας απ'όσους δεν ξέρω δεν θα προσπαθήσει να τις μιλήσει ευγενικά και να τις πείσει.Να τις ψήσει.Και οι γέφυρες δεν πρόκειται να ξαναστηθούν και γω θα χαίρομαι μες την άγνοιά μου και θα την κανακεύω.
Δεν είμαι πουθενά και σε λίγο φεύγω. Και όλα είναι πίσω.Και όλοι είναι πίσω.Εγώ πάλι δεν είμαι.Τι έχει μετά;
-Αφελή!
Πάντα φοβόμουν πως ξέρω.Συνήθως είχα δίκιο μα δεν τό'ξερα.Και τώρα δεν θα μάθω ποτέ.Άσε που τώρα δεν θα ρωτήσω.Για ποιον με περάσατε;
Είμαι εκείνος που θα κάνει δυο κοτσίδες.Και μετά θα εκτιναχθώ,κοιτώντας πίσω.Αυτό ξέρω,αυτό εμπιστεύομαι.Το πίσω,το πριν.Και πάω στο μετά.Γιατί δεν αντέχω -έτσι μού'πανε- μην έχω κάτι για να απαρνιέμαι καθώς θα κλαίω που θα μου λείπει και είναι αδύνατον να πάω ξεφόρτωτος.Οπουδήποτε.
-Και για μπάνιο;
-Και για μπάνιο.
-Μα θα πνιγείς!
-Πνιγμένος είμαι,δε βλέπεις το σάκκο μου;
-Είναι ο σάκκος του πνιγμένου αυτός που σου κυρτώνει την πλάτη και κάνει τα πόδια σου να τρέμουν;
-Α,όχι,αυτό είναι το αυτοκίνητό μου, ο σάκκος μού στέρησε τον άχρηστο πια αέρα που ανέπνεα και ανοίγοντας τα μάτια του τόσο που χωρούσε μέσα ο ουρανός και όλα που βλέπουμε φέρθηκε παράξενα.Με μια παραξενιά απρόσμενη και αντιπαθητική.
-Απ'όλες τις παραξενιές αυτή;!!
-Απ'όλες τις παραξενιές αυτή.Που είναι σαν μαχαίρι που χαϊδεύει το πιάτο και σα νύχι στο μαυροπίνακα.Και που τρύπωσε στον εξαφανισμένο μου βαρύ και άχρηστο σάκο (καλό και μ'ένα κ) την ώρα που χτυπούσε κάτι παιδάκια.Αναίτια.
-Μα πώς αλλιώς;
-Θα σου πω αύριο,που θά'χω φύγει και θα λείπω.