26.8.09

καίγομαι να μάθω τι διάβασες το καλοκαίρι,μου είπε...



και καπάκι με παίρνει ο αντρέ πικέ από το μυστικό ανύπαρκτό του ημι-τηλέφωνο για να μου απαγγείλει με στόμφο:
"Ο Τζόνι Βαϊσμίλερ,ο υπέρτατος Ταρζάν του κινηματογράφου,ήταν ο ψηλότερος ήρωας των παιδικών μου χρόνων,και στη διάρκεια της ζωής μου έχω παρακινηθεί περισσότερες φορές από όσες θα ήταν κοινωνικά αποδεκτό να μιμηθώ τη φημισμένη κραυγή του.Για μερικούς,η τυρολέζικη κραυγή του Ταρζάν είναι σαχλή,αδερφίστικη,παιδιάστικη και χυδαία.Για μένα είναι πιο συνταρακτική κι από την πιο γενναία πολεμική ιαχή,πιο υπέροχη κι από την πιο επιβλητική οπερετική άρια και πιο βαθιά από την πιο επιδόξια ρητορεία.Η κραυγή του Ταρζάν είναι η απόλυτη έκφραση αγαλλίασης του αθώου ανθρώπου,του ελεύθερου ανθρώπου.Οι τρίλιες της διαπερνούν το σύνορο ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο,εκφράζοντας με τις ακραίες εξάρσεις και τους κυματισμούς τους όλη την ασυγκράτητη και ιερή χαρά της υπέρτατης ζωντάνιας."
Αντρέ,του λέω,αυτά τά'γραψε ο Τομ Ρόμπινς.
Μου απαντά "φυσικά" και συνεχίζει με Λούι Σεπούβελδα:
"Κοιτάζεις έξω,και το μόνο που βλέπεις είναι το είδωλό που σου επιστρέφει το τζάμι σα χαστούκι,γιατί νυχτώνει,και αυτή την ώρα τα παράθυρα μεταμορφώνονται σε καθρέφτες που στέλνουν πίσω τη μοναξιά,τα θλιβερά εσωτερικά,τα σπίτια σαν το δικό σου - σπίτια άδεια,σπίτια με καφέ χωρίς ζάχαρη το πρωί,μ'έναν καφέ στο πόδι κι ένα αυτοκίνητο που δε λέει να πάρει μπρός και τα λεπτά να περνούν.Σπίτια όπου κάθε πρωί ανακαλύπτεις τα σημάδια της κατάθλιψης που σου επαναλαμβάνουν επίμονα ότι βρισκεσαι πολύ κοντά στο να χάσεις τη μεγάλη μάχη."
Ξεφυσάω.
Ο Αντρέ Πικέ, με τον Λατίνο νά'χει ξυπνήσει για τα καλά μέσα του μου πετάει τα εξής του Χούλιο Κορτάσαρ:
"Μα τι σημασία έχει αν το στόμα σου είναι παπούτσι από το πιοτό,όταν κάτω υπάρχει κάτι ζεστούλι,που πρέπει νά'ναι οι κρεατόπιτες,κι ανάμεσα κάτι ακόμα πιο ζεστό,μια καρδιά που λέει και ξαναλέει: τι μαλάκες,μα τι μαλάκες,τι απίστευτοι μαλάκες,γαμώ τη μάνα που τους πέταγε..."
Μου διάβασε κι άλλα,κάποιου Γκύντερ Άντερς,μα βαρέθηκα τώρα.Θα σου τα μεταφέρω προσεχώς.
Άσε που το καλοκαίρι δεν έχει με τίποτα τελειώσει.


13.8.09

you can call me anything you like,but my name is veronica



Ο καιρός περνάει κι εγώ περπατάω μέσα του και πάω.Ξεκίνησα και δεν έχω ιδέα αν θα φτάσω.Κουράζομαι,χαζεύω τον καιρό που μέσα του είμαι και ξεχνιέμαι.Το συζητάω,το εκλογικεύω,μαλώνω,μονιάζω.Και κοιτάω στον καθρέφτη και νομίζω πως βλέπω πίσω στο χρόνο και συνήθως μου αρέσει αυτό κι ας μην το λέω.Και συνήθως με προβληματίζει αυτό και σε μια στιγμή,καθώς αρέζομαι και προβληματίζομαι κοιτάω τα πόδια μου κι εκείνα περπατάνε.Περπατούσανε ασταμάτητα τόση ώρα,τόσα χρόνια και μού'ρχεται η αναρώτηξις: Εγώ πού ήμουν;