29.12.07

(από σήμερα θα) Είμαι το παρελθόν


και η απόφασή μου είναι οριστική και θα παραμείνει αμετάκλητα οριστική μέχρι ν'αλλάξει.Με το Φως δε μού'κατσε.Έπρεπε να σου το πω για να ξημερώσει.Στο Φως είμαι καλός,δε λέω,μα με το παρελθόν χαλαρώνω.Καταλαβαίνεις,αποδίδω καλύτερα έτσι.Το Φως τό'χω,μα δεν ξέρω άμα είναι δικό μου.
-Έχει σημασία;
Το παρελθόν με βλέπει και γελά,γνωριζόμαστε,χαλαρώνω έτσι,σου τό'πα.Και ναι,θα σου το πω και αυτό:το μάγουλό μου νοιώθει καλύτερα να ακουμπά στο παρελθόν απ'ότι στο Φως.(ξέρεις,άμα είσαι κάτι,το Φως,το παρελθόν,Εκείνο Που Δε Λέγεται,Το συναίσθημα που κρύβουμε όλοι μας υποχρεωτικά και που σχετίζεται με την ανεξερεύνητη Ποθητή Περιοχή,οτιδήποτε,τότε εκείνο το κάτι το αγγίζεις με το μάγουλο,Βασικά αυτό είναι που κυρίως κάνει αυτός που είναι το Φως,το παρελθόν,κλπ).
Το Φως έχει απαιτήσεις.
-Ναι,αλλά είναι το Φως.
-Ναι,το παραδέχομαι.Μαγκιά.Αλλά έχει απαιτήσεις.Δεν είναι εγώ.
Είναι Σάββατο.Καληνύχτα.

26.12.07

Εγώ είμαι το φως


αλλά κουράστηκα.
Ζαλίζομαι σ'αυτό το πόστο.

5.12.07

Ο υπολογιστής μου αργοπεθαίνει

Σήμερα κατά τις 7 το απόγεμα έρχεται στα επείγοντα του Ψ.Ν.Θ. ένας τύπος -41 ετών,όπως θα μάθαινα σε λίγο- από την πόλη του, τρεις ώρες από τη θεσσαλονίκη.Με την τσάντα του έτοιμη με τα απαραίτητα,για να κάνει εισαγωγή (έτσι το λέμε εμείς). "Θέλω να ξεκουραστώ λίγο" λέει στο γιατρό και του εξηγεί ότι έχει κάνει ως τώρα 31 εισαγωγές και είναι καλά εδώ και χρόνια.Ούτε φωνές,ούτε ιδέες,μια χαρά,ζει με τον πατέρα του στο σπίτι τους και ψευτοδουλεύει,παίρνει ούτε 200 ευρώ το μήνα.Έχει ελαττώσει το κάπνισμα και τους καφέδες.Τελευταία όμως πιέζεται.Λίγο η δουλειά που τον κουράζει να ξυπνάει κάθε μέρα στις 4:30 το πρωί,λίγο ο αλβανός απέναντι που μες τα μεσάνυχτα τού γκαβλώνει και βάζει τέρμα μουσική,κουράστηκε και θέλει να μείνει λίγες μέρες στο ψυχιατρείο να ηρεμήσει.Τον ξέρει ο κ. Γ.,ο γιατρός,λέει.
"Γιατί, γιατρέ μου τι θέλω; Την ησυχία μου και να μπορώ να κοιμάμαι τα βράδια."
Αυτά θέλει.
Είπα να σ'το πω.

4.12.07

Γεια σας λάθη μου


Ευτυχείτε!Ορμήξτε μέσα από το βαμβάκι.Μέσα από τις βαριές βελούδινες βυσσινί κουρτίνες.(Τα τρία β;).Μέσα από τις καλαμιές,μέσα από το δάσος,μέσα από τη βιοχλαπάτσα,τη χλαπάτσα,τι τα'κανα τα α;
Από κει που δεν το περιμένει κανείς.
-Ποτέ δεν περιμένει κάποιος.
Είμαι χαρούμενος.

3.12.07

Ανταρκτική με Παταγονία γωνία

Θα σού'λεγα κάτι επροψέ...
Που λες,γυρνάει ο Luis Sepulveda και μου λέει,προσπαθώντας να με ψήσει να διαβάσω τα "Χρονικά του Περιθωρίου" του:
''"Ήμουν κι εγώ εδώ,μα τη δική μου ιστορία δε θα την πει κανείς" έγραψε (πότε;) κάποιος (ή κάποια;) κι αναρωτιέμαι:όταν το χάραζε,είχε άραγε στο νου του το μοναδικό και ανεπανάληπτο προσωπικό του έπος,ή το'γραψε εν ονόματι όλων αυτών που δεν απασχολούν τις εφημερίδες,που δεν εμπνέουν βιογραφίες,που κάνουν μόνο ένα φευγαλέο πέρασμα από τη ζωή;"
Κι εγώ θα σου πω για μερικούς ανθρώπους που μου κάναν εντύπωση τελευταία.
Ο Σ. έχει συνεργείο αυτοκινήτων.Του πατέρα του το μαγαζί που το συνεχίζει αυτός.Κι έχει βοηθό το νεαρό Ν.,όπως ο πατέρας του είχε τον ίδιο όταν είχα πρωτοπάει.Ο πατέρας του είναι μάλλον λίγο πριν τη σύνταξη,ευτυχώς τον πήρανε οχταμηνίτη στο Δήμο.Χάρηκε ο Σ. Η γυναίκα του (αρραβωνιαστικιά του;) είναι κομμώτρια.Ο πατέρας του έπαθε ένα ελαφρύ έμφραγμα.Λαϊκά μες το μαγαζί,όπως πρέπει.Καφεδάκι να κεράσουμε;
Την Α. την είδα στην αυλή του ψυχιατρείου.Είχα χρόνια να τη δω.Πάντα μου άρεσε,έτσι και προχθές.Με το έντονο ροζ κραγιόν και ένα μοναχικό δόντι στο στόμα της.Κι εκείνη χάρηκε που με είδε και με φίλησε κι εγώ ανησύχησα για το κραγιόν."Όχι",μου λέει,"είναι ανεξίτηλο".
Μου πιάνει όπως πάντα το χέρι και δεν το αφήνει.Τώρα μένει σε προστατευόμενο διαμέρισμα στο κέντρο,καλά είναι."Θυμάμαι εγώ,με είχες κοιτάξει καλά τότε στην κλινική" λέει κι εγώ απολαμβάνω τη δική μου χαρά,τη μεγάλη που μ'ανατριχιάζει.Τέτοιες είναι οι χαρές μου,υπάρχει πρόβλημα;
Ο Δ. Είχε περάσει από το μπαρ επροψέ για ένα γεια.Στις 3 που έφυγα,μιλούσε ακόμη ασταμάτητα.Για τους φίλους ,τους εντάξει.Που σε κερνάνε ποτό και δεν περιμένουν αντάλλαγμα σαν τους Ολλανδούς.Τους είχε λυγίσει όμως και τους Ολλανδούς.Αυτός και ο σκύλος του.Στο τέλος,λίγο πριν φύγει από το Άμστερνταμ.Και είχε πάει στην Αθήνα προχθές να κατεβάσει το αυτοκίνητο.Δεν του άρεσε ο καφές στο Μοναστηράκι,οι φάτσες βασικά.Ευτυχώς είδε εκείνον τον τύπο που έπαιζε ποτήρια με νερό.Πολύ καλός,αυτός κι ο Κοεμτζής έκαναν το ταξίδι του να αξίζει.
Δεν ξέρω,μπορεί να σου ξαναμιλήσω για τους ανθρώπους που ξέρω.